χηνοβοσκός

χηνοβοσκός
και χηνοβόσκος, ὁ, ΜΑ
χηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + βοσκός (πρβλ. χοιρο-βοσκός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χηνοβοσκός — gooseherd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνοβόσκος — ὁ, ΜΑ βλ. χηνοβοσκός …   Dictionary of Greek

  • χηνοβοσκός — ο βοσκός χηνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηνοβοσκοί — χηνοβοσκός gooseherd masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνοβοσκούς — χηνοβοσκός gooseherd masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

  • χηνοβοσκία — ἡ, Α [χηνοβοσκός] η χηνοτροφία …   Dictionary of Greek

  • χηνοβοσκείον — και χηνοβόσκιον, τὸ, ΜΑ [χηνοβοσκός] χηνοτροφείο …   Dictionary of Greek

  • χηνοβοσκικός — ή, όν, Α [χηνοβοσκός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χηνοβοσκό («χηνοβοσκικὸς κλήρος», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • χηνοτρόφος — ο αυτός που τρέφει χήνες, χηνοβοσκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”